Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

1) το καλό 2) (

  • 1 добро

    ουδ.
    1. το καλό, το αγαθό, η αρετή•

    добро и зло το καλό και το κακό.

    2. το ωφέλιμο, το ευχάριστο•

    из этого -а не выйдет απ'αυτό καλό δε βγαίνει•

    нет худа без -έ ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    от -а -а не ищут κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.

    3. καλή, αγαθή πράξη•

    делать много -а κάνω πολλά καλά.

    4. η περιουσία, τα πράγματα, τα υπάρχοντα, το βιός, ο πλούτος•

    сундуки полны -а τα σεντούκια είναι γεμάτα πλούτο.

    5. ειρν. παλιοπράγμα, άχρηστο πράγμα•

    такого -а нам и даром не нужно τέτοια παλιοπράγματα και τζάμπα δεν τα παίρνομε.

    εκφρ.
    поминать -ом – δεν ξεχνώ το καλό•
    это не к -у – α) αυτό, δεν) οδηγεί σε καλό, δε θα βγει σε καλό. β) παλ. αυτό είναι προάγγελος κακών συνεπειών.
    επίρ.
    καλά• έτσι, ας είναι έτσι• добро! сделаем так! καλά! θά κάνουμε έτσι!•
    εκφρ.
    добро пожаловать – καλώς ήρθατε.
    ουδ.
    παλιά ονομασία του ρωσικού γράμματος «Д».

    Большой русско-греческий словарь > добро

  • 2 хороший

    επ., βρ: -ρόπΐ
    -έ, -ό.
    1. καλός•

    -человек καλός άνθρωπος•

    -ая лошадь καλό άλογο•

    хороший почерк καλός γραφικός χαρακτήρας•

    -аппетит καλή όρεξη•

    хороший совет καλή συμβουλή•

    хороший конец καλό τέλος•

    -ая мысль καλή σκέψη•

    -пример καλό παράδειγμα•

    -ее настроение καλή διάθεση•

    -ая погода καλός καιρός.

    || πεπειραμένος, επιδέξιος• αριστοτέχνης•

    хороший организатор καλός οργανωτής•

    хороший музыкант καλός μουσικός.

    -ее ουσ. ουδ. το καλό.
    2. αρκετά μεγάλος σημαντικός• αρκετός•

    -ие деньги καλά χρήματα•

    хороший рост καλό ανάστημα.

    || γερός, δυνατός•

    получить хороший насморк παίρνω γερό συνάχι.

    3. όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευτικός.
    4. προσφιλής, αγαπητός.
    εκφρ.
    по -му – α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό, ήρεμα, ήσυχα.

    Большой русско-греческий словарь > хороший

  • 3 добро

    добр||о I
    \ с
    1. τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:
    желать кому́-л. \доброа θέλω τό καλό κάποιου·
    2. (имущество) разг ἡ περιουσία, τά ὑπάρχοντα, τά ἀγαθά, τό βιός· ◊ по \доброу́ по здоро́ву μέ τό καλό· это не к \доброУ разг αὐτό δέν θά βγει· σέ καλό· поминать \доброо́м разг διατηρώ καλή ἀνάΜνηση· нет ху́да без \доброа погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλού.
    добро́ II
    нареч καλά, καλώς· ◊ \добро пожаловать! καλῶς ὠρίσατεί, καλῶς ήρθατε!

    Русско-новогреческий словарь > добро

  • 4 платить

    плачу, платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. πληρώνω• εξοφλώ•

    платить в кассу πληρώνω στο ταμείο•

    платить за труд πληρώνω για τι δουλειά•

    натурой πληρώνω σε είδος•

    платить наличными πληρώνω σε μετρητά•

    платить за покупки πληρώνω για ψώνια•

    платить дополнительно πληρώνω συμπληρωματικά.

    || επιμετρώ• προσπληρώνω•

    платить золотом πληρώνω σε χρυσό•

    платить векселем πληρώνω με γραμμάτιο•

    платить долги πληρώνω (ξοφλώ) τα χρέη•

    налог πληρώνω φόρο•

    платить заимодавцу πληρώνω στο δανειστή.

    2. μτφ. ανταποδϊ,νω• ανταμείβω•

    платить неблагодарностью δείχνω αχαριστία, αγνωμοσύνη•

    платить за чужие удовольствия πληρώνω ξένα έξοδα ή τα σπασμένα άλλου•

    платить чистоганом πληρώνω σε μετρητά•

    платить за добро злом πληρώνω για το καλό με κακό•

    платить за зло добром πληρώ-το κακό με το καλό;•

    за добро добром -ят το καλό με καλό το πληρώνουν, αγαθόν αντί αγαθού, καλόν αντί καλού.

    εκφρ.
    платить той же монетой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίνω τα ίδια, τα ίσα).
    1. πληρώνομαι•

    налоги -ятся в рассрочку οι φόροι πληρώνονται με δόσεις.

    2. μτφ. υφίσταμαι τις συνέπειες•

    -здоровьем за неосторожность πληρώνω με την υγεία την απροσεξία (απερισκεψία).

    Большой русско-греческий словарь > платить

  • 5 нехорошо

    нехорош||о
    1. нареч ἄσχημα, κακά, κακώς:
    я чу́вствую себя \нехорошоό αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου ἄσχημα, δέν αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου καλά·
    2. предик. безл δέν εἶναι κάλο, εἶναι κακόν:
    это \нехорошоо́ δέν εἶναι κάλο αὐτό· \нехорошоо так поступать δέν εἶναι κάλο νά φέρεσαι ἔτσι.

    Русско-новогреческий словарь > нехорошо

  • 6 благо

    ουδ.
    1. ευημερία, ευτυχία, καλό(ν), αγαθό(ν)•

    на благо народа για το καλό του λαού•

    на благо родины για το καλό της πατρίδας.

    2. πλθ. -а τα αγαθά•

    производство материальных благ η παραγωγή των υλικών αγαθών.

    εκφρ.
    всех благ – (ευχή) όλα τα καλά(αγαθά), του θεού τα καλά•
    ни на какие блага – ούτε με του θεού τα καλά, με τίποτε, σε καμιά περίπτωση.
    благо σύνδ. αφού, μια και, μια που, εφόσον•

    йери благо дают πάρε, μια και σου δίνουν.

    Большой русско-греческий словарь > благо

  • 7 добрый

    επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.
    1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•

    -ые люди καλοί άνθρωποι•

    -ая душа καλή ψυχή•

    -ое сердце καλή καρδιά•

    вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•

    -ые дела, καλά έργα•

    -ые отношения καλές σχέσεις.

    2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•

    -ые известия ευχάριστα νέα.

    || (για ευχές) καλός•

    -ое утро, добрый день καλημέρα•

    -ой ночь καληνύχτα•

    добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•

    -го здоровья υγείαίνετε.

    3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.
    4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•

    -ая память καλή ανάμνηση•

    -ое имя καλό όνομα•

    -ая слава καλή φήμη.

    5. ολόκληρος, πλήρης•

    я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.

    || πραγματικός.
    εκφρ.
    добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•
    всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•
    чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•
    чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•
    будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•
    по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•
    люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης.

    Большой русско-греческий словарь > добрый

  • 8 замолвить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ. στην έκφραση: замолвить слово λέγω ένα καλό λόγο σε κάποιον για καλό κάποιου•

    - и у него (ή перед ним) за меня словечко πές του κανένα καλό λόγο για μένα.

    Большой русско-греческий словарь > замолвить

  • 9 подобру

    επίρ.
    (απλ.) με το καλό, με καλό τρόπο.
    εκφρ.
    —поздорову уходи ή убирайся – με το καλό φεύγα (πριν χρησιμοποιήσω βία).

    Большой русско-греческий словарь > подобру

  • 10 путь

    α.
    1. δρόμος, οδός•

    прямой путь ίσιος δρόμος•

    широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•

    санный путь ελκηθόδρομος•

    заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•

    воздушный путь αεροπορική γραμμή.

    2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•

    каким -м? με τι τρόπο;•

    любым -м με κάθε τρόπο.

    3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•

    дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.

    4. ταξίδι•

    направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.

    5. δρομολόγιο•

    путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•

    держать путь τηρώ την κατεύθυνση.

    || μέσον•

    путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.

    6. όφελος, κέρδος•

    коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.

    εκφρ.
    жизненный путь – η πορεία της ζωής•
    окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•
    путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•
    - и сообщения – η συγκοινωνία•
    без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•
    на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•
    по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•
    не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•
    забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•
    быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•
    вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•
    стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•
    стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•
    стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό.

    Большой русско-греческий словарь > путь

  • 11 выходной

    выходной: \выходной день η (η)μέρα ανάπαυσης (αργίας), η σχόλη, το ρεπό \выходнойое платье το καλό φόρεμα \выходнойое пособие η αποζημίωση
    * * *

    выходно́й день — η (η)μέρα ανάπαυσης (αργίας), η σχόλη, το ρεπό

    выходно́е пла́тье — το καλό φόρεμα

    ••

    выходно́е посо́бие — η αποζημίωση

    Русско-греческий словарь > выходной

  • 12 добро

    I добро II: \добро пожаловать καλώς ώρισες (или ορίσατε) II добро Ι с 1) το καλό 2) (имущество) το βίος, τα αγαθά
    * * *
    I с
    1) το καλό
    2) ( имущество) το βίος, τα αγαθά
    II

    добро́ пожа́ловать — καλώς ώρισες ( или ωρίσατε)

    Русско-греческий словарь > добро

  • 13 добрый

    добрый καλός, αγαθός ◇ в \добрый час! στο καλό!, ώρα καλή! всего \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά будьте добры... έχετε την καλοσύνη να...
    * * *
    καλός, αγαθός
    ••

    в до́брый час! — στο καλό!, ώρα καλή!

    всего́ до́брого! — χαίρετε!, γεια χαρά

    бу́дьте добры́... — έχετε την καλοσύνη να…

    Русско-греческий словарь > добрый

  • 14 мешать

    I мешать Ι 1) εμποδίζω 2) (докучать) ενοχλώ, πειράζω ◇ не \мешатьло бы... δε θα ήταν άσχημο να..., καλό θα ήταν να... II мешать II (смешивать) ανακατώνω, ανακατεύω
    * * *
    I
    2) ( докучать) ενοχλώ, πειράζω
    ••

    не меша́ло бы... — δε θα ήταν άσχημο να..., καλό θα ήταν να…

    II
    ( смешивать) ανακατώνω, ανακατεύω

    Русско-греческий словарь > мешать

  • 15 помочь

    помочь βοηθώ, συντρέχω* ωφελώ· κάνω καλό (о лекарстве)
    * * *
    βοηθώ, συντρέχω; ωφελώ; κάνω καλό ( о лекарстве)

    Русско-греческий словарь > помочь

  • 16 путь

    путь м 1) (дорога) о δρόμος, η πορεία· по пути στο δρόμο· на обратном пути στην επιστροφή 2) (поездка) το ταξίδι· счастливого пути! καλό ταξίδι!
    * * *
    м
    1) ( дорога) ο δρόμος, η πορεία

    по пути́ — στο δρόμο

    на обра́тном пути́ — στην επιστροφή

    2) ( поездка) το ταξίδι

    счастли́вого пути́! — καλό ταξίδι!

    Русско-греческий словарь > путь

  • 17 счастливый

    счастливый ευτυχής, ευτυχισμένος· τυχερός (удачный) ◇ \счастливыйого пути! καλό ταξίδι!
    * * *
    ευτυχής, ευτυχισμένος; τυχερός ( удачный)
    ••

    счастли́вого пути́! — καλό ταξίδι!

    Русско-греческий словарь > счастливый

  • 18 благо

    благ||о I
    с τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:
    \благоа жизни τά ἀγαθά τῆς ζωῆς; на \благо народа γιά τό καλό τοῦ λαού; ◊ ни за какие \благоа в мире σέ καμμιά περίπτωση, ποτέ, οὐδέποτε; всех благ! καλή τύχη!, ὅλα τά καλά!
    бла́го II
    союз ἀφοῦ, μια και:
    почитаем, бла́го есть время ἄς διαβάσουμε μιά καί ἐχουμε καιρό.

    Русско-новогреческий словарь > благо

  • 19 вырабатывать

    вырабатывать
    несов, выработать сов
    1. (производить) παράγω, κατασκευάζω, φτιάχνω·
    2. (составлять план, резолюцию и т. п.) ἐπεξεργάζομαι, ἐκπονώ·
    3. (воспитывать, развивать) ἀποκτώ:
    \вырабатывать в себе каки́е-л. качества ἀποκτῶ ὁρισμένες ἀρετές· \вырабатывать хороший стиль διαμορφώνω καλό ὕφος, διαμορφώνω καλό στυλ'
    4. (зарабатывать) разг βγάζω, κερδίζω.

    Русско-новогреческий словарь > вырабатывать

  • 20 добрый

    добр||ый
    прил καλός, ἀγαθός:
    \добрыйые люди οἱ καλοί ἀνθρωποι· \добрый человек ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος· вы слишком \добрыйы ко мие μεγάλη ἡ καλωσύνη σας· ◊ \добрый малый καλός ἄνθρωπος, καλό παιδί, λεβεν-τόπαιδο· \добрыйое имя τό καλό ὀνομα, ἡ καλή φήμη· в \добрый час! ἡ ῶρα ἡ καλή! \добрыйое у́тро!, \добрый день! καλημέρα!· \добрый вечер! καλησπέρα (σας)!· \добрыйой но́чи! καληνύχτα!· всего́ \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή τύχη!· будьте \добрыйы! εὐαρε-στηθήτε νά!, ἐχετε τήν καλωσύνη νά!· \добрыйых три часа ὁλόκληρες τρεϊς ὠρες· чего́ \добрыйого он уедет μπορεί καί νά φύγει· \добрыйая половина τό μισό· по \добрыйой во́ле. εθελοντικά, ἐκούσια· люди \добрыйой воли οἱ ἄνθρωποι καλής θέλησης.

    Русско-новогреческий словарь > добрый

См. также в других словарях:

  • καλο(ε)ξετάζω — καλο(ε)ξετάζω, καλο(ε)ξέτασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: καλο(ε)ξετάζω : σπάνια η παθητική φωνή …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Καλό, Ζακ — (JacquesCallot, Νανσί 1592 – 1635). Γάλλος χαράκτης. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ήταν ακόμα παιδί, εγκατέλειψε τη χώρα του και ακολούθησε ένα καραβάνι τσιγγάνων για να φτάσει στη Ρώμη. Το σίγουρο είναι ότι έζησε στη Ρώμη μεταξύ 1609 και 1611… …   Dictionary of Greek

  • Κάλο, Φρίντα — (Frida Kahlo, 1907 – 1954). Μεξικανή ζωγράφος. Σε ηλικία 18 ετών υπήρξε θύμα τροχαίου δυστυχήματος, το οποίο της δημιούργησε σοβαρότατα προβλήματα υγείας για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της. Εκείνη την εποχή άρχισε και να ζωγραφίζει. Το 1929… …   Dictionary of Greek

  • Καλό Χωριό — Sp Kalò Chòrijas Ap Καλό Χωριό/Kalo Chorio L Graikija (Kreta) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • καλό(ν) — το βλ. καλός …   Dictionary of Greek

  • Καλό Λιβάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 10 κάτ.) της Κύθνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύθνου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Καλό Λιμάνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 33 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλονής του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • Καλό Νερό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 326 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 27 χλμ. Ν της πόλης της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικαίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 40 μ., 57 κάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • Καλό Παιδί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 158 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 33 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας …   Dictionary of Greek

  • Καλό Χωριό — Ονομασία τεσσάρων οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Καλό Νερό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»